μπιντές

μπιντές
ο
χαμηλός νιπτήρας για το πλύσιμο τών ποδιών ή τών γεννητικών οργάνων τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bidet < αρχ. γαλλ. bider «τριποδίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπιντές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.), μικρή λεκάνη για το πλύσιμο των απόκρυφων μερών του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυγονιπτήρας — ο, Ν ο μπιντές, νιπτήρας για τον πρωκτό και τους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + νιπτήρας] …   Dictionary of Greek

  • Χάκκας, Μάριος — (Μακρακώμη, Φθιώτιδας 1931 – Αθήνα 1972). Λογοτέχνης. Διώχτηκε για τις πολιτικές πεποιθήσεις του και φυλακίστηκε επί 4 χρόνια, γεγονός που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στην Πάντειο. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και, για μικρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”